Recognising the Hero

Παναγιώτης Κανελλόπουλος

Panayiotis Kanellopoulos (1902-86)

Παναγιώτης Κανελλόπουλος
Τον ήρωα τον γνωρίζεις απ΄ την πτώση και τον δειλό απ΄τ΄ανεβάσματα που δεν τού αξίζει. Του πρώτου τ΄όνομα το ψιθυρίζει στ΄αφτιά του λαού ένας άγνωστος με πλούσια γνώση. Τ΄όνομα του άλλου το σαλπίζει και με τα τύμπανα το διαφημίζει στην αγορά ο εσμός των εργολάβων.
Recognising the Hero
The hero from his fall you recognise; The coward, though, from his unworthy rise. The former’s name Is whispered in the people’s ear, by one Who’s rich in knowledge, but himself unknown. The latter’s name Is drummed and trumpeted to public fame By myrmidons of enterprise.

Translation: Copyright © Timothy Adès

More poems by Panayiotis Kanellopoulos...

The Garden at Mistrá

FROM THE PROLOGUE TO ‘PLETHON’ ΑΠΟ ΤΟΝ ΠΡΟΛΟΓΟ ΤΟΥ “ΠΛΗΘΩΝΑ”

Ángelos Sikelianós (1884-1951)

FROM THE PROLOGUE TO ‘PLETHON’ ΑΠΟ ΤΟΝ ΠΡΟΛΟΓΟ ΤΟΥ “ΠΛΗΘΩΝΑ”
Κι ἀπ’ τὶς κορφὲς τοῦ Ταΰγετου ποὺ ἀπὸ τὸν πάγο ἀσημολάμπουν αἰώνια μὲς σὲ μιὰν αὔρα ἀσίγητη π’ ἀλαφροπνέει ἀπ’ τὰ λιωμένα χιόνια, στὴν ἀστραπὴ τῆς ἄνοιξης, στῆς ἥβης τὰ χρυσόχνουδα τὰ χρόνια, σ’ ἄσπρα ἄλογα τῶν Διόσκουρων τὸ ἀσύγκριτο ζευγάρι κατεβαίνει, κι ανάμεσα στ’ ἀδέρφια της ποὺ ἀκροποδίζουν στὸ γκρεμνὸ, σκυμμένη, μέσα σὲ πέπλο ἀθάνατο, κατηφοράει, σὰν τὸ νερό, ἡ Ἑλένη. -------------- Μὲς στή ροδόφωτην αὐγή, γιὰ Σὲ, Μεγαλομάτα, τὰ σημαντήρια ἐσήμαναν, Μιστρᾶ καὶ Καλαμάτα! Δωσ’ νὰ κρατήσω ἀνθὸ ροδιᾶς στὸ δεητικό μου χέρι, ὥρα μὲ βέβαιον ὁποὺ πᾶς φτερό, σὰν περιστέρι... Στὰ ἁψιδωτὰ παράθυρα, ὥρα ἱερή, ποὺ πᾶσα λύχνος φωτᾶς ἀπάρθενος μπροστὰ στὰ εἰκονοστάσια... Στύλοι λιγνοὶ σὲ ἀνάλαφρες ἁψίδες, κ’ ἐσεῖς ἴσια, κατάρραχα ποὺ ὑψώνεστε στὴν πέτρα, κυπαρίσσια, Κῆπε ἀρχαγγέλων, ποὺ ἀλαφρὰ ξεφτέρουγα ἀνεμίζουν τὶς ζωγραφιὲς ποὺ σβήσανε, γιὰ νὰ δροσολογίζουν, καμπαναριό, ποὺ ἀνάγυρτος ἀνθὸς εἶναι ἡ καμπάνα - μέλισσα ὁ ἦχος, νὰ βογκάει στῶν μέλισσιῶν τὴ μάνα - σπαθὶ τοῦ Ταΰγετου ποὺ αἰφνίδια σβεῖς τὸν ἥλιο κι ὅλοι δροσολογᾶνε οἱ ἴσκιοι του σὰν τοῦ ναοῦ Σου οἱ θόλοι, ἐγὼ εἶμαι ποὺ ὀνειρεύτηκα, μὲς σὲ βραγιὲς καὶ κρίνα, Σὲ νὰ σκιρτᾶς, Παντάνασσα, ζαρκάδα κι ἀλαφίνα! Γύρα Σου ἀγγέλοι ὀρχούντανε, κι ὡστόσο ἐπροχωροῦσα ὡσὰ νὰ μ’ ἔσερνε ἄνεμος ἐρωτικός, Ἐλεούσα· καὶ διασταυρώνονταν γοργὰ - πὼς ἂκουα, λέω, τὸ θρό τους - στὸν ἴδιο ἀέρα ὑψώνοντας φτερὰ στὸ γυρισμό τους! Μὲς στ’ αὐγινὸ περβόλι Σου, βραγιές, ροδιές, κεράσια, οἱ ἄδετες οἱ αμυγδαλιὲς καὶ τῶν μηλιῶν τὰ δάσια... Δέξου με κεῖ ποὺ δέχεσαι καὶ τὸ πουλί, ποὺ μπαίνει καὶ κελαηδεῖ τόσο γλυκὰ, στὴ σκιὰ τὴ βλογημένη... Δὲ θέλω ἀπ’ ὅλους τοὺς καρπούς· μὰ ἐκειοὺς ποὺ ὡριμασμένοι εἶν’ ἕτοιμοι νὰ πέσουνε κι απ’ τὰ πουλιὰ ‘γγιγμένοι... Καὶ νὰ ποτίσω τὴ βραγιὰ κηπάρης Σου· νὰ σκύψω στὸ ρυάκι, ὡσὰν τὸν κότσυφα, τὴν ὄψη μου νὰ νίψω· κάτου ἀπὸ τ’ ἄσπρα Σου, Κυρά, ν’ ἀναπαυτῶ σταφύλια, στὸ πεύκι ποὺ Σοῦ ὑφάνανε τὰ πλήθια χαμομήλια, Κῆπε ἀρχαγγέλων, π’ ἀλαφρὰ ξεφτέρουγα ἀνεμίζουν τὶς ζωγραφιὲς ποὺ σβήσανε, γιὰ νὰ δροσολογίζουν!
The Garden at Mistrá
Ta-ýgetos! From peaks that gleam all icy with a silver beam, Amid the breeze that ever blows both sure and soft from melting snows, In downy golden years of youth, in dawn’s bright flash of flame, The heavenly twins’ white horses and their matchless chariot came; Set low between her brothers both a-tiptoe on the beam, In gown immortal, flowing down, like water, Helen came! In the rosy light of dawn for You, my great-eyed holy Lady, the ding-dong bells were ringing, from Mistrá to Kalamáta. O may my hand in prayer grasp the flower of the rose: like a dove the passing hour on a sure wing goes. On the high-arched windows the holy hour that passes is a virgin lamp all shining before the iconostases. Slim pillars on light arches, you are like the cyparisses that soar aloft on waterfalls, by rocky precipices. Garden of archangels where the wind-hovers play, whose wing-beats fan the painted saints that fade and pass away! There’s a noise like a bee from the old bell-tower, when the hive-mother moans, and the bell’s a pendant flower. Sword of Mount Ta-ýgetos, so quick to snuff the sun, your draughts of shade refresh us as your temple-vaults have done. O I dreamed amid the lilies and the garden-plants that You, the Queen of All, danced a doe’s merry dance. Angels frisked around You, as I paid your Grace obeisance: was it Eros blew me forward? I was saying my Eleïsons. They crossed their wings so quick (I heard the rustle, do not doubt) and raised them to the middle, with a turn-and-turn-about. Your garden’s bright with rose-beds, apple-trees and cherries, almonds in abundance, and bunches of berries. Greet me as you greet the little bird that comes along, singing in the blessed shade its own sweet song. I would not taste of all the fruit, but the ripest and the best: ready and about to fall, by the birds caressed. I’ll water all your flower-beds, stooping to the splash, just as does the blackbird, to give my face a wash. My Lady, I shall rest beneath your white grape-vines, in the bower where your crowding camomile twines. Garden of archangels where the wind-hovers play, refreshing all the painted saints that fade and pass away!
Published in Agenda Mistrá, on a spur of Mount Taýgetos and close to Sparta, is a romantic ruin, a fortified hill-city which was a centre of Byzantine power and culture. Kalamáta is the large town nearby. Plethon: George Gemistos ‘Plethon’, a leading spirit of Mistrá and of the Greek Renaissance, was sent by Emperor Manuel Paleologus to the Council of Florence, 1439. He did less to promote the unity of the eastern and western churches than to arouse interest in Plato. He wrote to the Emperor, and to the Lord of the Morea (the Peloponnese) in Mistrá, calling for reform on the lines of Plato’s Republic. Sikelianós called this poem From the Prologue to ‘Plethon’. Helen, daughter of Zeus (in the form of a swan) and Leda, and sister of the heavenly twins Castor and Pollux, was not yet ‘of Troy’ when she came to Sparta in her semi-divine glory as a blameless bride.

Translation: Copyright © Timothy Adès

More poems by Ángelos Sikelianós...

Calypso’s Song

Άγγελος Σικελιανός Το τραγούδι της Καλυψώς

Ángelos Sikelianós (1884-1951)

Άγγελος Σικελιανός Το τραγούδι της Καλυψώς
Το ευρύχωρο άντρο γέμιζεν από τα κυπαρίσσια μιαν ήρεμη ευωδιά, κι από των ξέρηχων φυκιών την ακροπελαγίσια πνοήν η θεία βραδιά… Έτσι, ως μπροστά της έπλεχε μια κι άλληνε πλεξούδα γιομάτη και χρυσή, αργά, το ηλιοβασίλεμα, η Νύφη ορτή ετραγούδα, και βόγκαε το νησί… Και καθώς πλέρια, στα πυκνά του δάσου, αχτίδα νά μπει στο γέρσιμο του ηλιού, μέσα της ξάφνου απόκρυφος χορός φτεράει και λάμπει σα διάνεμα πουλιού, κι απ’ την ισκιά ζερβόδεξα, στων μούσκλων τα βελούδα αν ακουμπά ο κρουνός, άγνωρη ανάβρα ολόγυρα σαλεύει η πεταλούδα, και κόσμος εαρινός μ’ ανεβρυτό περνάει φτερό κι ανεβοκατεβαίνει στη φλόγινη αστραπή χρυσός, πρασινογάλανος, φωτιά, σε μαγεμένη διαβατική σιωπή· κι όπως, αν γείρει στ’ ανοιχτά, σε πέλαγο ή σε κάμπο, τα πάντα διαπερνά, τα ξερά ’γκάθια, διάφωτα, με κρουσταλλένιο λάμπο, σαλεύουν φωτεινά· τ’ άσπρα τα πέλαα των σταχυών και τα βουνά, τελειώνει με διαμαντένια ακμή, κι η αχτίδα σα βροχόσταλα στου πεύκου το βελόνι γλιστράει κάθε στιγμή· τ’ άγριο το κύμα, ως τ’ άλογο που ορτώθη στα καπούλια κρεμάει, κι από ψηλά σα βρύση αφήνει τον αφρόν από άμετρα κανούλια φλογάτος να κυλά— έτσι απ’ την άκρατη λαμπρή φωνήν ό,τι διαβαίνει διαβαίνει δίχως σκιά, και στης αθάνατης χαράς τον ήλιον ανεβαίνει που τραγουδά η θεά, και μ’ άγνωρο βαθύ παλμό τριγύρα σταματάνε στη βαθουλή σπηλιά τ’ αλάφια· Διοκατέβατα, να ποτιστούνε ως πάνε, και τα τρανά πουλιά… «Λαμπρέ θνητέ, σε χαιρετώ… Σου θέρισε σα στάχυα τα κύματα μακριά η ευκή μου, και τραβήχτηκε πάνω απ’ τα μαύρα βράχια η θλιβερή σου σκιά… »Με το καλόν οπὄφυγες και πια δε σου προσμένω τα μέλη τα γερά, οπὄσβηνα τον πόθο τους σα σίδερο αναμμένο μέσα στα κρύα νερά… »Μαζί σου, αν γεύτηκα, θνητέ, της γης αδρό το μέλι στη βαθουλή σπηλιά, των Ολυμπίων τον έρωτα κι αν ένιωσες στα μέλη σε αργόπορη αγκαλιά, »δε χάρηκες μ’ ελεύτερη καρδιά, με αστρίτη μάτι τη θεϊκή μου ορμή που ως κύμα εγλίστρα απάνω σου, κι η νοσταλγία σ’ επάτει για μιας θνητής κορμί; »Όμως έτσ’ είναι η μοίρα σας… Με τα έργα σας μεθάτε· και μόνη σας χαρά, της λιγοστής σας δύναμης που εδόθη, να λυγάτε στην έγνοια τα φτερά… »Ω, πόσο ήταν λαμπρότερο το μέγα σου το τόξο πά’ στ’ αργυρό καρφί, σαν από κάθε πάλεμα και κάθε οργήν απόξω, με μια αρετή κρυφή »έδειχν’ ορμήν ανώτερη κι απ’ την ορμή του Ευρύτου, ως άνεμος σφοδρός τ’ άγγιζε, κι ήχος έβγαινεν αργός απ’ τη νευρή του, ήχος γλυκός κι αδρός. »σαν όλο το μουρμουρητό του πέλαου στ’ ακρογιάλι την πρωινή ερημιά, κι ήταν η βούληση μια ευκή, μιαν άγια γνώρα η πάλη, η νίκη επιθυμιά… »Κι ο θάνατος οπὄδινε με τα γοργά του βέλη σα μάχονταν τη ζωή, του πιο ψηλού θερίζοντας στου ενάντιου την αγέλη την ξαναμμένη πνοή, »καθώς η μέλισσα έμοιαζε που, αν μπήξει το κεντρί της, και η ίδια θα χαθεί… Κι εσύ, που για την κλίνη μου είχες, γυμνός αντρίτης, πετάξει το σπαθί, »στης λήθης ελουζόσουνα τη δύναμη την πρώτη όπου αναβράει κρυφή, να σε ποτίσει αθάνατη κι αστέρευτη μια νιότη, της σάρκας μου η αφή… »Όμως έτσι’ είναι η μοίρα σας… Με τα έργα σας μεθάτε. και μόνη σας χαρά, της λιγοστής σας δύναμης, που δόθη, να λυγάτε στην έγνοια τα φτερά… »Λαμπρέ θνητέ, σε χαιρετώ. Τώρα η βαθιά μου κλίνη, στρωμένη πάντα πλιο, με τα σεντόνια που ύφανα μ’ αθάνατη γαλήνη στον πέτρινο αργαλειό, »να μου κρατούνε τη δροσιά και να την ξανανιώνουν σαν του πελάου αφρό κι ωσάν από τα κύματα τον ύπνο μου να ζώνουν μ’ ανάσασμα αλαφρό, »την πιθυμιά σου δεν κρατεί μηδ’ όσο τ’ άσπρο αυλάκι π’ αφήνει όπως περά καράβι γοργοτάξιδο ξοπίσω από το δοιάκι στα ολόμαυρα νερά… »Πώς τη γαλήνη της νυχτός των Ολυμπίων τελειώνει του γκιώνη αργή φωνή, οπού απαντάει, αντίλαλος του μικρού, σ’ άλλου γκιώνη τον πόθο αλαργινή, »έτσι σε κύκλο αθάνατο ο αιώνιος πόθος δένει το πνέμα φωτεινό, κι απ’ την ευκή μεστότερος, ο αντίλογος πλουταίνει τον άσωτο ουρανό… »Σα λεύκα αν σειέται ο πόθος μου και στην οκνήν ημέρα που αγέρας δε φυσά, με τ’ αλαφρό το σείσμα μου πιότερο σέρνω αγέρα στα σπλάχνα και δροσιά, »κι όπως τη δίψα μου καλούν, αραδικώς, σα θρόνοι οι αστέρευτοι κρουνοί, όμοια περνάει ατέλειωτη, χωρίς να με σκλαβώνει, το νου μου η ηδονή…» *** Έτσι τραγούδησεν η θεά με τη φωνή την πλέρια την ολυμπία βραδιά, στον ηχηρόν ορίζοντα, που επάλλονταν τ’ αστέρια, να λούσει την καρδιά…
Calypso’s Song
The cave was spacious, and the mighty cypresses      Filled it with tranquil musk, As breath of clacking seaweed from sea-boundaries      Scented the holy dusk. Plaiting her thick and golden tresses forward hanging,      One woven over one, Slow, as the sun went down, the nymph stood singing,      And all the isle made moan; And, as the sunbeams penetrate a dense, wild wood     When the day dies, there stirred A sudden secret dance in her, that flared and glowed      Like flutterings of a bird; Or as through shade to left and right, on velvet moss     A pure stream bubbles by, And there the light-aired glory of the springtime goes,     Cavorting butterfly, Carried away on surging wings that soar and dive     Quick as a lightning-flash, Golden, green-blue, and luminous, through fugitive     Enchanted noiselessness; As, should it turn itself to wide expanse to rove     On open sea or plain, The dry transparent thorns, illuminated, move,     Glistening crystalline; It tips the corn’s white waves, it tips the mountainsides,      With a diamond tip-top; Momently on the pine-needle the sunbeam glides,      Now, now, like a raindrop; The savage wave which, as a horse rears on its haunches,      Hangs in air, from a height Lets foam run down in countless rivulets, and launches      A wellspring, fiery-bright; - Just so, the course of her wild shining melody      Runs where no shade can lie, And, as the goddess sings immortal ecstasy,      Into that sun climbs high; And in the hollow caves, with deepest inner quaking,      The deer stand round, stock-still, That left the heights of Zeus, to seek for their thirst’s slaking;      The fine-plumed birds, as well. “Farewell, you shining mortal man! Like sheaves of corn      Harvested by my prayer, The distant waves hauled up your troubled shadow, thrown      On the black rocky shore. “Now you depart in freedom; I no longer yearn      Those sturdy limbs to hold,     I who extinguished your desire like glowing iron      In waters fresh and cold...      “If you and I have shared the earth’s thick-honey taste,      Mortal, deep in the cave, If you have learned, through limbs that leisurely embraced,      How the Olympians love, “Did you not take delight – free heart and serpent’s gaze! –     In my immortal fire That swept you like a wave, for humankind’s caress     Rekindling your desire? “Such is your fate. Your deeds are your strong liquor-brew:     Your only joy is pitting Your feeble strength, the puny portion given you:     You break its wings with fretting. “How much more glorious was your mighty battle-bow,      On silver peg impaled, That, far from struggle or from anger, yet could show      An excellence concealed, “Launching itself more high than flooding Eurytus,      When an ungentle wind Touched it, and from the bowstring came harmonious          A slow substantial sound, “Like all the murmur of the sea along the shore      In the deserted morning; Volition was a prayer, strife was sacred lore,      And victory a yearning. “That death it dealt, when arrows hurtled from your bow –      The fight was life and death – It harvested the tallest of the thronging foe,      Scything their hectic breath – “Was like a honey-bee who, driving deep her goad,      Herself is doomed to die; And you too for my bed have hurled away your sword,      Stood stripped of weaponry; “Then in oblivion’s primal force you took your bath,      That surges secretly; My flesh conferred on you the eternal fount of youth,      From the warm touch of me...          “Such is your fate. Your deeds are your strong liquor-brew:     Your only joy is pitting Your feeble strength, the puny portion given you:     You break its wings with fretting. “Farewell, you shining mortal man! My bed is deep,      On which henceforth are strewn Linens that I, whose calm was like immortal sleep,      Wove on my loom of stone, “All to preserve my morning-freshness and renew,      Ocean-foam salving me, Girding my slumber with the gentle breath of dew,      Or the waves of the sea. “The passion of you lingers no more in my bed      Than the white furrow left Astern in the black waters where a ship has sped,      By the helm’s rudder cleft... “As the Olympians’ midnight calm is broken by      The owl’s unhurried call, To which a second owl sends echoing reply,      Distant, emotional, “So does eternal longing fix the shining breath      In an immortal ring, And the response enriches heaven’s boundless breadth      By the prayer’s ripening... “If like a poplar my desire is tremulous      On a slack windless day, That trembling soothes my heart the more with cool caress,      Draws in the breezes’ play; “Just as the ever-flowing springs, like thrones aligned,      Evoke my thirsty craving, So too infinity of bliss outruns my mind,      Passes, without enslaving...” In the Olympian twilight, so the goddess sang:      Her voice was full and strong. The stars above were vibrant, the horizon rang:      She bathed her heart in song.
Published in Long Poem Magazine

Translation: Copyright © Timothy Adès

More poems by Ángelos Sikelianós...

Anadyomenê (Aphrodite Rising)

Ἄγγελος Σικελιανός Αναδυομένη

Ángelos Sikelianós (1884-1951)

Ἄγγελος Σικελιανός Αναδυομένη
Στὸ ρόδινα μάκαριο φῶς, νά με, ἀνεβαίνω τῆς αὐγῆς,                     μὲ σηκωμένα χέρια, ἡ θεία γαλήνη μὲ καλεῖ τοῦ πέλαου, ἔτσι γιὰ νὰ βγῶ                     πρὸς τὰ γαλάζια αἰθέρια· μὰ ὢ ἄξαφνες πνοὲς τῆς γῆς ποὺ μὲς στὰ στήθια μου χυμᾶν                     κι ἀκέρια με κλονίζουν! Ὦ Δία, τὸ πέλαγο εἶν᾿ βαρὺ καὶ τὰ λυτά μου τὰ μαλλιὰ                     σὰ πέτρες μὲ βυθίζουν! Αὖρες τρεχάτε -ὦ Κυμοθόη, ὦ Γλαύκη,- ἐλᾶτε πιάστε μου                     τὰ χέρια ἀπ᾿ τὴ μασκάλη. Δὲ πρόσμενα ἔτσι μονομιᾶς παραδομένη νὰ βρεθῶ                     μὲς στοῦ Ἥλιου τὴν ἀγκάλη...
Anadyomenê (Aphrodite Rising)
In blessed rosy light of dawn I surge,     My arms the first to rise. Divinely calm the sea, whose waters urge     Me to the azure skies. But oh, the sudden breaths of earth! My breast     Is charged, I’m overcome. O Zeus, the sea’s dead weight! My hair unloosed,     Like stones, so burdensome! Come, breezes! Hold me fast on either side,     Glaukê, Kymothoê! I never thought to be alone, betrayed,     Hêlios embracing me!
Anadyomenê: [Aphroditê] Rising. Hêlios: the Sun-God. Glaukê, Kymothoê: sea-nymphs: Bluegreen, Waveswift.

Translation: Copyright © Timothy Adès

More poems by Ángelos Sikelianós...

Because Deep Down I Glorified…

Γιατί βαθιά μου δόξασα και πίστεψα τη γη

Ángelos Sikelianós (1884-1951)

Γιατί βαθιά μου δόξασα και πίστεψα τη γη
Γιατί βαθιά μου δόξασα και πίστεψα τη γη και στη φυγή δεν άπλωσα τα μυστικά φτερά μου, μα ολάκερον ερίζωσα το νου μου στη σιγή, να που και πάλι αναπηδά στη δίψα μου η πηγή, πηγή ζωής, χορευτική πηγή, πηγή χαρά μου… Γιατί ποτέ δε λόγιασα το πότε και το πώς, μα εβύθισα τη σκέψη μου μέσα στην πάσαν ώρα, σα μέσα της να κρύβονταν ο αμέτρητος σκοπός, να τώρα που, ή καλοκαιριά τριγύρα μου είτε μπόρα, λάμπ' η στιγμή ολοστρόγγυλη στο νου μου σαν οπώρα, βρέχει απ' τα βάθη τ' ουρανού και μέσα μου ο καρπός!… Γιατί δεν είπα: «Εδώ η ζωή αρχίζει, εδώ τελειώνει…» μα «Αν είν' η μέρα βροχερή, σέρνει πιο πλούσιο φως… μα κι ο σεισμός βαθύτερη τη χτίση θεμελιώνει, τι ο ζωντανός παλμός της γης που πλάθει είναι κρυφός…» να που, ό,τι στάθη εφήμερο, σα σύγνεφο αναλιώνει, να που κι ο μέγας Θάνατος μου γίνηκε αδερφός!…
Because Deep Down I Glorified…
Because deep down I glorified and gave the earth my trust, And never spread my secret wings to flee, But rooted deep in silence my soul unstintingly, Till the fresh waters once again came surging for my thirst, A spring of life, a dancing spring, my spring of ecstasy; Because I never gave a thought to When and How at all, But steeped in each last hour my thoughtfulness, As if it held within it the immeasurable goal – No matter then, if summer smiles, or round me roars the gale, The moment dreams inside me like an apple round and full, And heights of heaven shower me with fruitfulness. Because I never said: - Here life begins and here it ceases, But: - If there comes a rainy day, the light will be the richer, Even the earthquake roots the house more firm and deep than ever, For hidden deep in earth it drives the life-creating tremor, - Behold! how the ephemeral dissolves among the breezes, And Death himself, the mighty one, Death has become my brother.

Translation: Copyright © Timothy Adès

More poems by Ángelos Sikelianós...

John Keats

ΓΙΑΝΝΗΣ ΚΗΤΣ

Ángelos Sikelianós (1884-1951)

ΓΙΑΝΝΗΣ ΚΗΤΣ
Στῆς Πύλου τὸν πλατὺ γιαλὸ τὸ φωτεινό, στοχὰζομουν     νὰ φτάνεις συντροφιά μου, μὲ τὸ καρὰβι τ’ ἀψηλὸ τοῦ Μἑντορα, ἂραμμἑνο ἀργά     στὴν ἀγκαλιά τῆς ἄμμου. Δεμἐνοι, μὲ τῶν ἒφηβων, ποὺ πἐτονται μὲ τοὺς Θεούς,     φτερουγιαστή φιλία, πρὸς τὰ θρονιὰ νὰ βαίνομε τὰ πέτρινα, ὀποὐ ὸ καιρὸς     κι' ὁ λαὸς ἑκὰμαν λεῖα, τὸν ἀντρα ν' ἀντικρύσουμε, ποὑ καὶ στὴν τρίτη γενεὰν     ἀτὰραχα ἐκυβὲρνα καί γιὰ ταξἱδια ὁ λόγος του καὶ γι' ἅγιες γνῶμες μἑστωνε     στὰ φρένα, ὂσον ἑγἑρνα. Στῆς τριἑτικης πρὸς τοὺς θεούς δαμάλας νὰ βρεΘοῦμε αὐγὴ,     καὶ τῆ Θυσία παρἑκει, ν’ ἀκούσουμε τὴ μιὰ κραυγή, ποὺ σὑρανε οἱ τρεῖς κόρες του     σὰ βουῒσε το πελέκι, τὴν ἀργογὑριστη ματιά, τὴ μαυροτσίνορη, ἂξαφνα     στὰ σκότη πνίγοντάς τη, μὲ τῶν κεράτων ἂνεργο, τὸ μισοφέγγαρο τὸ άχνό,     περἰχροσο ποὺ ἑπλὰστη. Τ' ὰπὰρθενὸ σου τὸ λουτρὸ σὰν ὰδερφὴ τὸν ὰδερφὸ,     ὴ ἀγάπη μου λογιάστη, σύντας γυμνὸ θὰ σ’ ἑλουζε καὶ μ΄ ὅμορφο θὰ σ’ ἒντυνε     χιτὡνα ἡ Πολυκὰστη. Νὰ σὲ ξυπνῶ, στοχἀζομουν, μὲ τὸ ποδάρι σπρὡχνοντας,     σὑντας αὑγἡ χαράξει, τὴν ώρα νὰ μὴ χὰνομε, ζεμὲνον ἀφοῦ προσδοκάει     τὸ φωτεινὸν ὰμὰξι· κι' ὸλημερἰς μὲ τὴν σιωπἡν, ἢ μὲ το λόγο τὸν ὰπλὸν,     ὸποὺ ἑρχεται καὶ πάει, νὰ κυβερνᾶμε τ' ἀλογα, ὸπού ὅλο σειοῦνε τὸ ζυγὸ     στὅνα καὶ στ' ἄλλο πλἀϊ. Μἀ πιότερο ὲστοχαζόμουν, σὑντας τὰ μάτια σου τὰ δυό,     ποὺ τἀχες σὰν ἀλὰφι, στοῦ Μενελάου τὰ δὡματα θ' ἀποξεχνιῶνταν στὸ χαλκὸ     καί στὸ λαμπρὸ χρυσάφι καὶ θὰ τηρἀγανε ᾶσειστα, βυθίζοντἀς τα σὲ βυθὸν     ὰγὐριστο στὴ μνήμη, τὰ κεχριμπἀρια τὰ βαριά, τὸ φλῶρο ή τ' ἀσπρο φίλντισι,     τὸ ἱστορημἑνο ὰσἡμι. Στοχαζόμουν, σὰ σκύβοντας στ' αὑτἰ θὰ σούλεγα μ' ὰργὴ     φωνὴ χαμηλωμἐνη· «Κράτει τα μάτια σου ὦ καλέ, γιατί σὲ λίγο θα φανεῖ     στὰ μάτια μας ή Ἑλένη, ὰγνὰντια μας θὰ νὰ φανεῖ τοῦ Κύκνου ἡ κόρη ἡ μοναχή     σὲ λίγο ἑδῶ μπροστά μας. καὶ τότε πιὰ βυθίζουμε στὸν ποταμὸ τῆς Λησμονιᾶς     τὰ βλέφαρά μας». Ἔτσι μοῦ ἀνάφαινες λαμπρός, ὅμως ποιοἰ μ' έφεραν σ' ἑσὲ     χορταριασμὲνοι δρόμοι! Τὰ πύρινα ὲκατὸφυλλα ποὺ σὅστρωσα στὸν τάφο σου,     κι' ὰνθεῖ γιὰ σένα ἡ Ρὡμη, μοῦ δείχνουνε τὰ ὸλόχρυσα τραγούδια σου, σὰν τὰ κορμιὰ     ποὺ ὰδρἀ κι' αρμὰτωμἑνα σὲ τὰφο ὰρχαῖο πρωτάνοιχτο κυττᾶς τα αστἑρια κι' ὡς κυττᾶς     βουλιὰζουνε χαμένα - κι' όλο τὸν άξιο θησαυρὸ τὸ Μυκηναῖο ποὺ λὸγιζα     νὰ πίθωνα μπροστὰ σου, τὰ κύπελλα καὶ τὰ σπαθιὰ και τὰ πλατιὰ διαβήματα-     καὶ στὴ νεκρὴ ὸμορφιὰ σου μιὰ προσωπίδα, ὡσὰν αυτή ποὺ σκἑπαοε τῶν 'Αχαιῶν     τὸ βασιλιὰ ἀπὸ κὰτου, ὸλὸχρυση καὶ ὸλὁτεχνη, πελεκητὴ μὲ τὸ σφυρί,     στὸ ὰχνὰρι τοῦ θανατου.
John Keats
On Pylos’ broad and shining shore I pondered     that you would be my friend, with Mentor’s lofty ship, moored, as day ended,     on the embracing strand. Linked in the light-winged comradeship of youth –     they soar amidst the gods – we’d fly away to rocky thrones, made smooth     by time and multitudes. We’d stand before the man who, calm and wise,     three generations ruled; his speech with voyages and homilies     was ripe as he was old. A heifer for the gods, three seasons grown:     dawn, the blood-rite to come. Hark! His three daughters yield a single groan,     against the axe’s hum. The eye, black-fringed, slow-rolling, in a moment     by darkness smothered; the horns, that served no purpose, pallid crescent     in gold foil covered.      I thought with love of your ablutions chaste,         as of brother and sister: your naked form, washed, and in tunic dressed,     so fine, by Polycastē.             I thought to urge you with my foot, and wake you,     at the night’s abating, lest we lose the very hour, when the shining vehicle     was yoked and waiting. All day, unspeaking, or in plain discourses,     now hither, now thither we’d range, and steer the swaying yoke of horses     to one side or other. But more than this, I thought your gaze would fall,     your eyes being like a fawn’s, oblivious on Menelaus’ hall,         sinking bright gold and bronze     to depths of no return, unmoved observer,     in memory’s sea-chamber, with glaucous ivory, and fabled silver,     and ponderous amber. I thought I spoke with soft unhurried voice,     bending low to your ear: “Steady your gaze, my friend! Before our face     Helen shall soon appear. “Soon here before us we shall recognise     the Swan’s peerless daughter,     and from that time we must immerse our eyes     in Lethean water.” The vision gleamed; yet weeds obscured the ways     by which to you I came! I strewed your grave with roses all ablaze;     Rome blossomed in your name. So blazed your songs of gold, like long-dead men,     strong and in full harness,         seen whole in graves exposed, who, being seen,     founder, dissolve, vanish. I thought to lay before you fitting treasures:     what but Mycenae’s booty, goblets, and battle-swords, and broad tiaras;     and on your lifeless beauty a mask, such as the Achaean king of old     wore, who was laid beneath: all carved by skilful blade in beaten gold,     on the faint trace of death.
Translation: Copyright © Timothy Adès © With thanks to Mr Costas Bournazakis. Published in Long Poem Magazine 2010 Transcription: Themistokles Pantazakos

Translation: Copyright © Timothy Adès

More poems by Ángelos Sikelianós...

 

Prayer

Categories
Greek

Prayer

Ángelos Sikelianós (1884-1951)

Γυμνὴ Σοῦ δέεται ἡ ψυχή. Ἀπὸ χαρά, ἀπὸ πόνο     γυμνή· ἀπὸ ἡδονὴ γυμνὴ Σοῦ δέεται ἡ ψυχή, Δημιουργέ, μέ μόνο     τὴν ἂπλαστη φωνή, πού, πρὶν στὴ σάρκα μου νά μπεῖ, στὸν κόρφο Σου–ὡς τζιτζίκι     κρυμμένο στὴν ἐλιὰ– βουλὴ δικὴ Σου χτύπαε στὴν καρδιά μου, κ’ ἒλεε : «νίκη,     νίκη στὰ πάντα! », καὶ δὲν ἢτανε μιλιὰ δική μου, ἦταν η δική σου, Θεέ. Μ’ ἐκείνη μόνο     Σοῦ δέομαι· λύτρωσέ μου τὸ σκοπὸ τὸ μυστικὸ ποὺ γεύτηκα βαθιὰ κ’ ἒξω ἀπ’ τὸ χρόνο,     γιὰ ν’ αγαπῶ, γιὰ ν’ αγαπῶ πάνω ἀπὸ πρόσωπα καί πλάσματα ἀπ’ τὸν ἓνα     ποὺ κλείνω μέσα μου παλμό, ποὺ εἶν’ ἓνας πιὰ γιὰ ζωντανὰ καί πεθαμένα·     δῶσε μου, ναί, τὸ λυτρωμό, τὸν ἂναρχο Ἒρωτα νὰ νιώσω ἀκέριο, Θέ μου,     μέσα στὰ στήθια μου ξανά· καὶ να ‘μαι σ’ ὂλα σὰν ἡ πνοὴ καὶ σὰν ἡ βοὴ τ’ ἀνέμου,     στὰ κοντινά, στὰ μακρινά . . .
Prayer
Naked the soul entreats You. Of joy, of pain,     of pleasure naked, naked the soul entreats You, Maker, with alone     the voice uncreated, which lodged not yet in my flesh, but in Your breast,     as a cricket in olive-trees hides, with ‘Victory, victory in all’ on my heart impressed     Your will, and it spoke no words of mine, but Your words, God. With these alone     I ask You to vouchsafe the secret goal I could taste beyond time, deep down:     that I may love, may love beyond the faces and figments, beyond the lone     pulse kept within me close that’s now all one for the living and those who are gone:     vouchsafe me this release, to feel anew the Love-God, that had no birth,     Lord, in my heart entire, and to be as is the wild wind’s sound and breath     to all that is far and near.
Transcription: Themistokles Pantazakos

Translation: Copyright © Timothy Adès

More poems by Ángelos Sikelianós...

Sea Voices (Stand Death a Drink)

Φωνὲς τῆς Θάλασσας

Lambros Porphyras (1879-1932)

Φωνὲς τῆς Θάλασσας
Πιέ στού γιαλού τή σκοτεινή ταβέρνα τό κρασί σου, σέ μι’ άκρη, τώρα π’ άρχισαν ξανά τά πρωτοβρόχια, πιέ το μέ ναύτες καί σκυφτούς ψαράδες αντικρύ σου, μ’ ανθρώπους πού βασάνισε κι η θάλασσα κι η φτώχεια. Πιέ το, η ψυχή σου αξένοιαστη τόσο πολύ νά γίνη, πού άν έρθ’ η Μοίρα σου η κακιά νά τής χαμογελάσης, καημοί καινούργιοι άν έρθουνε, μαζί σου άς πιούν κι εκείνοι, κι άν έρθη ο Χάρος, ήσυχα κι αυτόν νά τόν κεράσης.
Sea Voices (Stand Death a Drink)
Drink in the dark tavern ashore, in the corner: the first rains of autumn, returning, fall free. Drink facing the crewmen, the men hunched from fishing, men battered and tortured by hardship and sea. Drink, make the heart carefree. If evil Misfortune should walk through the door, smile and let the crone pass; if new troubles come, let them join in your drinking; come Death, you may peaceably fill up his glass.

Translation: Copyright © Timothy Adès

More poems by Lambros Porphyras...

The Voyage

Το Ταξίδι

Lambros Porphyras (1879-1932)

Το Ταξίδι
Όνειρο απίστευτο η λιόχαρη μέρα! Κι εγώ κι η Αννούλα λίγοι παλιοί σύντροφοί μου καί κάποιες κοπέλες μαζί, μπήκαμε μέσα σέ μιά γαλανή, μεθυσμένη βαρκούλα, μπήκαμε μέσα καί πάμε μακριά στής Χαράς τό νησί. Ούτ’ ένα σύννεφο κι ούτ’ ένας μαύρος καπνός στόν αγέρα· πλάι μας στήθη ερωτιάρικα κι άσπροι χιονάτοι λαιμοί, φώς στά μαλλιά τά ξανθά, φώς στό πέλαγο, φώς πέρ’ ως πέρα· μά ποιός επήγε ποτέ του μακριά στής Χαράς τό νησί; Ώ! τί με νοιάζει κι άν πάμε ως εκεί; τί με νοιάζει; Γελάει όλ’ η γλυκιά συντροφιά μου, γελά η θλιμμένη ζωή, στ’ άπειρο μέσα κυλάμε· κι η Αννούλα τρελλά τραγουδάει· όπου καί νά ’ναι μακριά θά φανή τής Χαράς τό νησί…
The Voyage
A sun-flooded day, an incredible dream! with Annoula: a few good old friends and some girls and Annoula and I got into a blue, drunken boat, methysméni varkoúla, got in and went off and away to the Island of Joy. Not a cloud and not even a puff of black smoke in the sky: all around us were breasts full of love, there were throats snowy-white: there was light on fair hair, on the sea: light was everywhere, light: oh, but who ever got there at all, to the Island of Joy? Oh, what do I care if we get there? Who cares? In the ringing sweet laughter of friends, all life’s troubles go laughing away! We are rolled in infinity! Hark at Annoula’s wild singing! Looming somewhere, wherever, the faraway Island of Joy.
Published in the Norton Anthology of Greek Poetry, 2010.

Translation: Copyright © Timothy Adès

More poems by Lambros Porphyras...

The Last Fairy Tale

Τὸ Στερνὸ Παραμύθι

Lambros Porphyras (1879-1932)

Τὸ Στερνὸ Παραμύθι
Πήραν στρατί στρατί τό μονοπάτι βασιλοπούλες καί καλοκυράδες, από τίς ξένες χώρες βασιλιάδες καί καβαλάρηδες απάνω στ’ άτι. Καί γύρω στής γιαγιάς μου τό κρεβάτι, ανάμεσ’ από δυό χλωμές λαμπάδες, περνούσανε καί σάν τραγουδιστάδες τής τραγουδούσαν – ποιός τό ξέρει; - κάτι. Κανείς γιά τής γιαγιάς μου τήν αγάπη δέ σκότωσε τό Δράκο ή τόν Αράπη, καί νά τής φέρη αθάνατο νερό. Η μάνα μου είχε γονατίσει κάτου· μ’ απάνω – μιά φορά κι έναν καιρό – ο Αρχάγγελος χτυπούσε τά φτερά του.
The Last Fairy Tale
Along the pathway slowly, slowly, they came, princesses, mermaids, riders on horses, kings of far-off countries; moved round my granny’s bed and chanted, between a pair of pallid tapers, as singers do, some song or other. Not one there was who loved my granny and killed the dragon and the ogre to bring her the immortal water. Below, I saw my mother kneeling; and, once upon a time, above us, the Archangelic wings were beating.

Translation: Copyright © Timothy Adès

More poems by Lambros Porphyras...